- περιέμενον
- περϊέμενον , περιμένωwait forimperf ind act 3rd plπερϊέμενον , περιμένωwait forimperf ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περιμένω — ΝΜΑ 1. μένω, στέκομαι ή κάθομαι κάπου ώσπου να έλθει κάποιος ή κάτι, καρτερώ (α. «θα σέ περιμένω» β. «περιμένω το λεωφορείο» γ. «περιέμενον Τισσαφέρνην οἵ τε Ἕλληνες καὶ ὁ Ἀριαῑος», Ξεν.) 2. αναμένω να μού φέρουν ή να μού στείλουν κάτι (α.… … Dictionary of Greek